τάζω — τάζω, έταξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τάζω — έταξα, τάχτηκα, τα(γ)μένος 1. υπόσχομαι να δώσω κάτι: Του έταξανδύο χωράφια για προίκα. 2. υπόσχομαι να αφιερώσω κάτι στο Θεό ή τους αγίους: Έταξε στην Παναγιά μια μεγάλη λαμπάδα για το άρρωστο παιδί της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξανατάζω — τάζω ξανά, προσφέρω πάλι τάμα … Dictionary of Greek
αποτάζω — (I) βλ. αποτάσσω. (II) [απο + τάζω] 1. ανακαλώ, δεν εκπληρώνω κάποια υπόσχεση 2. τάζω, δίνω ιερή υπόσχεση στον Θεό ή στους αγίους να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… … Dictionary of Greek
τάξιμο — και τάσσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τάζω, υπόσχεση 2. υπόσχεση για αφιέρωση σε ναό, τάμα 3. (κατ επέκτ.) αντικείμενο προσφερόμενο σε άγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έταξα τού τάζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. παίξ ιμο)] … Dictionary of Greek
TABULA — I. TABULA ab inusitato taba, et hoc a Graeco τάζω, quod tabulata in aedibus et ulmis planitiem extendebant: de pluribus rebus dicitur, uti ex parte videre est supra ubi de Tabellis. Apud Festum, ubi de igne aeterno, si quando defecerat, a… … Hofmann J. Lexicon universale
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
αποτάσσω — κ. τάζω κ. ποτάζω, τάσσω (AM ἀποτάσσω, Α κ. τάττω, Μ κ. ποτάσσω) 1. αποχωρίζω 2. ( ομαι) απαρνούμαι, αποκηρύσσω («ἀπετάξω τῷ Σατανᾷ; ἀπεταξάμην») μσν. νεοελλ. αποκτώ νεοελλ. (για αξιωματικό) τιμωρώ με απόταξη αρχ. μσν. εξουσιάζω αρχ. Ι. 1. αποσπώ … Dictionary of Greek
αρώμαι — ἀρῶμαι ( άομαι) (Α) 1. προσεύχομαι, παρακαλώ, ζητώ 2. καταριέμαι κάποιον για κάτι 3. τάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρά*. ΣΥΝΘ. αρχ. νεοελλ. καταρώμαι αρχ. αναρώμαι, απαρώμαι, διαρώμαι, εναρώμαι, εξαρώμαι, επαρώμαι] … Dictionary of Greek